- υπεράλλομαι
- ΜΑ1. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», Αριστοτ.β. «λέοντα... ἐπ' εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», Ομ. Ιλ.)2. μτφ. υψώνομαι πάνω από κάτι, είμαι υπέρτερος (α. «ὑπεράλλομαι θανάτου», Ωριγ.θ. «ὑπεράλλομαι σκάνδαλα», Νείλ.)μσν.υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιοναρχ.ανέρχομαι, καταλαμβάνω υψηλή θέση («ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῡνται», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.